Και μανιτάρια ωμά έτρωγε ..Και μετά έτρωγε ένα χέρι γερό ξύλο..
Γιατί εκείνη την εποχή για να φάς ωμούς αμανίτες έπρεπε να ήσουν μάγισσα ..
Μέχρι που μεγάλωσε και πήρε το αίμα της πίσω...
Ωραιότατη σαλάτα με ωμά λευκά μανιτάρια , με λάδι και λεμόνι και πασπαλισμένη με μαιντανό (εδώ με κάρδαμο)
Αν σας αρέσει η μυρωδιά του βρεγμένου χώματος και του δάσους δοκιμάστε την
Είναι η μόνη σαλάτα που μπορείς να την φτιάξεις να την αλατίσεις να της βάλεις τα λαδολέμονά της και να την βάλεις στο ψυγείο..
ΙΟΛΗ 2
Με τη συνήθεια που είχε να δοκιμάζει ότι έβρισκε μπροστά της πολλές ήταν οι φορές που τρομοκρατούσε τους άλλους και τους έκανε να τρέχουν. Βέβαια κι’ αυτή αντιμετώπιζε τις συνέπειες που αρκετές φορές ήταν και οδυνηρές όπως τότε που έπρεπε να της κάνουν ενέσεις λόγω του σταφυλόκοκκου που έπαθε.
Το ποιο μεγάλο κάζο όμως το έπαθε όταν είχε πάει μια μέρα στο φράχτη της αυλής και κατά τη συνήθεια της άρχισε να δοκιμάζει και να ρουφά το μέλι απ’ τα κόκκινα λουλουδάκια του.
Μέσα στο σπίτι έπιναν τον καφέ τους δυο τρεις γυναίκες μαζί με τη γιαγιά και τη μητέρα της και η Ιόλη περίμενε πότε θα ανάψει η κουβέντα τους για κάποιο θέμα κι’ όταν αυτό έγινε και κανείς δεν της έδινε σημασία ψιθυρίζει σιγά –σιγά :
-Εγώ πάω μια βόλτα.
Κανένας δεν την άκουσε.
-Εγώ τώρα θα πάω στην αυλή.
- Πάω στις κουκουναριές.. σας λέω..
Σημασία από κανέναν, κι’ επειδή αυτό περίμενε, με ήσυχη τη συνείδησή της ότι το είπε, έτρεξε στην άκρη της αυλής που ήταν ο φράχτης.
Όπως ρούφαγε τα μικρά λουλουδάκια έμπλεξε το πόδι της σε μια ρίζα που εξείχε απ’ το χώμα. Πήρε ένα ξύλο και σκάλισε γύρω-γύρω μέχρι που είδε ότι η ρίζα δεν ήταν ρίζα αλλά κάτι μεταλλικό .
Με τη φαντασία της να οργιάζει νομίζοντας πως βρήκε κάποιο θησαυρό άρχισε να σκάβει ποιο γρήγορα, βλέποντας τον εαυτό της να κρατά το κουτί του θησαυρού και να το δείχνει περήφανα στους μεγάλους που θα την δέχονταν με θαυμασμό. ( Ψωνάρα από τα γεννοφάσκια της..)
Ξαφνικά ο Μάξ, το σκυλί τους, όρμισε αγριεμένος κατά πάνω της γαβγίζοντας δυνατά όπως γάβγιζε στους ξένους, της έδειχνε τα δόντια του και έτρεχε πάνω-κάτω χωρίς να πλησιάζει πολύ κοντά αλλά από κάποια απόσταση και αυτό ήταν που έκανε την Ιόλη να μη φοβηθεί και να συνεχίσει το έργο της, ποιο γρήγορα αφού τώρα υπήρχε φόβος να την τσακώσουν απ’ τις φωνές του σκυλιού.
Μ’ αυτή την ανησυχία, με τα γαβγίσματα, και με τη λαχτάρα της ανακάλυψης δεν πήρε είδηση τον κηπουρό που έτρεχε πηδώντας ανάμεσα απ’ τις βραγιές των λαχανικών ,γρήγορα σχεδόν με τα πόδια να ακουμπάνε στην πλάτη του, και τρόμαξε ‘όταν αυτός την άρπαξε παραμάσχαλα κουβαλώντας την στο σπίτι ενώ αυτή ούρλιαζε κλωτσώντας με τα πόδια της τον αέρα.
Στο σπίτι αναστατώθηκαν όλοι, ο Μάξ έκλαιγε με ουρλιαχτά κι’ αυτήν την έστειλαν άρον-άρον στο δωμάτιο της όπως εκείνη τη φορά που την έπιασαν να δοκιμάζει σταφύλια απ’ το αμπέλι που μόλις το είχαν ραντίσει με κάποιο φάρμακο. Εκείνη τη φορά μάλιστα η γιαγιά της κλαίγοντας της είπε πως μπορούσε να πεθάνει, και την έβαλε να ορκιστεί ότι δεν θα το ξανακάνει.
Μόλις θυμήθηκε αυτό το περιστατικό κρύος ιδρώτας την έκοψε…αν τα λουλούδια του φράχτη ήταν ραντισμένα; Και τι φασαρία ήταν αυτή κάτω μήπως θα καλούσαν γιατρό; Και γιατί αργούσε τόσο δεν του είπαν πόσο επικίνδυνη ήταν η κατάστασή της;
Η κοιλιά της άρχισε να πονάει φοβερά, ήταν σίγουρο ότι είχε δηλητηριαστεί όπως ήταν σίγουρο ότι ο γιατρός δεν θα την προλάβαινε και θα πέθαινε….εκεί πάνω στο κρεβάτι της μόνη και αβοήθητη.
Μα καλά ούτε η γιαγιά της να μην έρθει κοντά της; Αναρωτήθηκε με παράπονο αλλά αμέσως έδωσε την απάντηση μόνη της.
Ήξερε πώς η γιαγιά της σε κάθε δύσκολη στιγμή έτρεχε στα εικονίσματά της και έκανε την προσευχή της. Άλλο ένα στοιχείο ότι τα πράγματα ήταν πολύ σοβαρά.
Όπως ήταν κουλουριασμένη και κουκουλωμένη μέχρι το κεφάλι με τις κουβέρτες νόμισε πως άκουσε βήματα κάτω στην αυλή . Η καρδιά της όμως χτυπούσε τόσο δυνατά που δε ήταν σίγουρη αν κάποιος καινούργιος είχε έρθει.
Παρά όλα αυτά η περιέργεια την έκανε να συρθεί στο χαγιάτι και να χώσει το κεφάλι της μέσα απ’ τα κάγκελα της σκάλας για να δει ότι στο σπίτι είχε έρθει ο κ. ενωματάρχης .
Ε!! αυτό πια πήγαινε πολύ και προς στιγμή η Ιόλη έγινε έξω φρενών. Εκείνη να πεθαίνει και να της φέρνουν την αστυνομία!!!!
Δεν ήταν δα και πολλές οι μέρες που σχολίαζαν ειρωνικά μια γειτόνισσα που με το παραμικρό απειλούσε τους πάντες ότι θα τους φέρει την αστυνομία για ψύλλου πήδημα. Και τώρα , ορίστε τα χάλια τους.
Τα συναισθήματα της άλλαζαν από στιγμή σε στιγμή μέχρι που σταθεροποιήθηκαν σε μια κατάσταση που πολλές φορές την είχε δει στη γιαγιά της όταν ένοιωθε αδικημένη και απογοητευμένη απ’ τους ανθρώπους.
Έτσι πήρε ένα στωικό ύφος και κουνώντας το κεφάλι της πέρα δώθε άρχισε να μονολογεί διάφορα όπως:
Τι είχες Γιάννη, τι είχα πάντα,
σπίτι μου σπιτάκι μου φτωχοκαλυβάκι μου,
τα στερνά τιμούν τα πρώτα,
κι’ όλα τα αποφθέγματα που είχε ακούσει, που βέβαια δεν ταίριαζαν με την περίπτωση αλλά η Ιόλη δεν το ήξερε , όπως όμως και να ήταν, τι σημασία είχε αφού ότι έλεγε την ανακούφιζε;
Ο κύριος ενωματάρχης αφού πήγε στον τόπο του εγκλήματος με μερικούς άλλους σκάψανε προσεκτικά , μετά έβγαλαν έναν αναστεναγμό ανακούφισης και μετά ένα αυγουλοειδές αντικείμενο με οριζόντιες και κάθετες εγκοπές το οποίο πήραν μαζί τους;
Η Ιόλη δεν μπόρεσε να δει καλά απ’ το παράθυρο του δωματίου της αλλά κάτι της έλεγε ότι δεν έφταιγαν τελικά τα λουλούδια που ρουφούσε το μέλι τους.
Όταν τη θυμήθηκαν είχε αρχίσει να την παίρνει ο ύπνος.
Την σήκωσαν στην αγκαλιά τους και με γέλια και χάδια την κατέβασαν κάτω όπου ένα γνωμικό κυριαρχούσε στα στόματα όλων: Τέλος καλό ,όλα καλά.
Η Ιόλη σαν χαμένη τους παρακολουθούσε όλους και το μόνο που έμεινε στο μυαλό της ήταν ότι η ρίζα που σκάλιζε η μάλλον το σιδερένιο κουτί που ανακάλυψε δεν ήταν θησαυρός αλλά μια σκουριασμένη και ευτυχώς άχρηστη χειροβομβίδα που είχε ξεμείνει απ’ τον πόλεμο όπως άκουσε να λένε. ……………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………