Τετάρτη 27 Νοεμβρίου 2019

Χαλβάς

 αφράτος παρ όλο που είναι χθεσινός .


Πολίτικος ή όχι, της γιαγιάς ή της θείας , με γάλα ή με νερό , 
δεν παύει να είναι το εύκολο γλυκό – κυρίως του χειμώνα – και το γλυκό που μας έταζαν για να σταματήσουμε την γκρίνια και πάντα το κόλπο έπιανε. 

 Ο χαλβάς όμως που μου λείπει είναι ο πανηγυριώτικος , όχι των Φαρσάλων αλλά ο Μικρασιάτικος της Αγιάσου ο άσπρος σε μικρά πιτάκια τυλιγμένα σε σουσάμι. 



Δεν βρήκα πουθενά την συνταγή του 
(μέχρι χαλβαδόξυλο βρήκα για να τον φτιάξω .. μάταια ) 
 και σκέφτηκα πως καλό είναι να μην δίνουμε τις οικογενειακές συνταγές  παρά μόνο στα παιδιά μας  αλλά είμαστε σίγουροι πως τα παιδιά μας θα την συνεχίσουν ή θα χαθεί τελικά? Και η παράδοση είναι προσωπική μας υπόθεση άραγε?
Στην εμφάνιση έμοιαζε με το μαντολάτο ή με το ιταλικό torrone , αλλά καμιά σχέση με τα υλικά παρασκευής του……. υποθέτω… 

 Τούτον τον συνηθισμένο χαλβά τον έφτιαξα εχθές και αν τον αναφέρω είναι γιατί ενθουσιάστηκα την επόμενη ημέρα που εξακολουθούσε να είναι αφράτος όπως την πρώτη στιγμή . 
Δεν υπάρχει κανένα μυστικό γι αυτό , απλά τον αφήνω στο σκεύος στο οποίο τον έφτιαξα χωρίς να τον βάλω σε φόρμα και όταν θέλω να τον σερβίρω την άλλη μέρα ( αν περισσέψει βέβαια ) τον ξύνω από πάνω μ ένα πιρούνι όπως κάνουμε με το μπασμάτι και μετά τον βάζω σε φορμάκι . 




 Τα υλικά γνωστά 
 1 φλ τσαγιού λάδι ή βούτυρο ( έβαλα μισό-μισό ) 
 2 φλ « σιμιγδάλι ( έβαλα χονδρό )  
 3 φλ « ζάχαρη ( έβαλα λίγο περισσότερη απ την μισή ποσότητα ) 
 Και 3 και κάτι φλ. Γάλα ( για να μην πετάξω το υπόλοιπο της συσκευασίας ) 
 + την απαραίτητη κανέλα και προαιρετικά όποιον ξηρό καρπό θέλουμε 
(Εγώ έβαλα κουκουνάρια που μου είχαν περισσέψει απ το πέστο του καλοκαιριού , καθώς και μερικές ίνες σαφράν. 

 Αυτό που πρέπει να προσέξουμε -γιατί το βλέπω συχνά - είναι το καβούρδισμα . Ο Χαλβάς δεν πρέπει να είναι ανοιχτόχρωμος αλλά να έχει ένα γλυκό  καστανό χρώμα . ( Το μόνο που προσέχω)

Τετάρτη 13 Νοεμβρίου 2019

Πιπεριά πασίγνωστη, αλλά άγνωστης ταυτότητας

 




Μερικές φορές οι νέες γεύσεις που δοκιμάσαμε ως παιδιά  μας στοιχειώνουν  και ψάχνουμε απεγνωσμένα να τις βρούμε . 
Είναι η ψευδαίσθηση -που δυστυχώς δεν κρατά πολύ- πως μεταφερόμαστε αστραπιαία  γύρω από ένα τραπέζι  μαζί με αγαπημένα πρόσωπα , είναι η αγωνία  στο άκουσμα πως  «αν δεν φας το φαΐ σου δεν θα πας να παίξεις»  είναι ακόμα και οι  παρατηρήσεις  για το πώς να τρώμε , για το που δεν θα ακουμπάνε οι αγκώνες μας όταν τρώμε , για το νερό που δεν έπρεπε να το πίνουμε  με θόρυβο , και  μια σειρά κανόνες που αποτελούσαν την ιεροτελεστία του οικογενειακού γεύματος . Τότε … που τρώγαμε όλοι μαζί .. 

Μερικές απ αυτές τις γεύσεις τις γνώρισα αρκετά χρόνια αργότερα μακριά απ το νησί μου και παρόλο που ήμουν έφηβη πια και ο νους μου  θα έπρεπε να είναι σ άλλα πράγματα , εν τούτοις  το μυαλό μου ακόμα έγραφε εν αγνοία μου ότι μ ευχαριστούσε  σχετικά με το φαΐ , παρ όλο που δεν θα πιστέψει κανείς  πως ήμουν ένα λιγόφαγο παιδί που αν φυσούσε λίγο παραπάνω μια νοτιά θα το έπαιρνε  μαζί της. Αλλά μ άρεσε να δοκιμάζω τα πάντα και δεν απέρριπτα καμιά γεύση  πριν την γνωρίσω.. Μετά θα μπορούσα  ελεύθερα ή να χαρώ για ένα πιάτο που μου έβαζαν μπροστά μου, ή θα μουλάρωνα αρνούμενη να το φάω ακόμα και με κίνδυνο να με στείλουν να κοιμηθώ νηστική.. ( Σε κάτι τέτοιες περιπτώσεις , ευτυχώς που υπάρχουν οι γιαγιάδες ) 

Την σπανακόπιτα, τα βλίτα, και τις πιπεριές  για τις οποίες ξεκίνησα να γράφω σήμερα δεν τα γνώριζα στην Μυτιλήνη, ( υποθέτω πως  δεν τα τρώγανε στο σπίτι.)  Τα γνώρισα εδώ στην Αθήνα και στην Λαϊκή  του Μπουρνουζιού που πήγαινα με την μάνα μου.. Ούτε την Λαϊκή δεν την γνώριζα και η αλήθεια είναι ότι με μάγεψε ! Μια φορά την βδομάδα λοιπόν στο τραπέζι υπήρχαν βραστή σαλάτα βλίτα και τηγανισμένες μικρές πιπερίτσες  που έκαιγαν  που και πού.. 


Ήταν τόσο όμορφες και νόστιμες  που τις έβαλα αμέσως  στην λίστα όχι μόνο με τις προτιμήσεις μου , αλλά και στο άγραφο βιβλίο του μυαλού μου το οποίο περιέγραφε τα θαύματα της φύσης και την δεξιοτεχνία του  παλιού ανθρώπου  να «μετατρέπει»  την φύση ,να μαγειρεύει , να ζυμώνει  να φτιάχνει κρασί και λάδι και μην γνωρίζοντας από πού προέρχονταν όλα αυτά να θυσιάζει  στον Θεό του ευχαριστώντας τον . Πιστεύω πως αν γνώριζε και κατανοούσε την φύση ίσως να έφτανε μέχρι σε μας το γονίδιο το οποίο θα μας προέτρεπε   να την προσέχουμε σαν τα μάτια μας , παρ όλο που  στο παρελθόν σφαγιάστηκαν  φυλές  που την γνώριζαν , την πρόσεχαν και την σεβόταν . 

Μεγαλώνοντας αγόραζα πάντα αυτές τις πιπεριές που δεν γνώριζα το όνομά τους , αλλά ευτυχώς δεν υπήρχε μανάβης που να μην τις γνωρίζει, και τηγάνιζα κιλά απ αυτές , αφού τις έτρωγα και σαν σνακ  μπροστά στην τηλεόραση . Τέλη καλοκαιριού με αρχές φθινοπώρου ήταν η εποχή τους .. Μικρές , καταπράσινες , τρυφερές και που και που καμιά πιο σκληρή που έκαιγε . Και ξάφνου πριν μερικά χρόνια  εξαφανίστηκαν  ακόμα και απ την κεντρική λαχαναγορά της Αθήνας. Και όχι μόνο εξαφανίστηκαν , αλλά και οι μανάβηδες δεν την γνώριζαν πια , και με κοιτούσαν περίεργα θαρρείς και τους μιλούσα σε άλλη γλώσσα . 




Ευτυχώς  που είχα κρατήσει σπόρο και μια μοναδική που φύτρωσε  κράτησε μέχρι τώρα και φυτρώνει κάθε χρονιά αλλά με τα χρόνια άλλαξε , θαρρείς και μεταλλάχτηκε. 

Η συνήθεια μου να μπαίνω σε μεγάλα σούπερ μάρκετ  ακόμα και αν δεν θέλω να ψωνίσω ( όπως κάποια άλλη θα έμπαινε  σε καταστήματα ρούχων ) εφέτος μου βγήκε σε καλό. Βρήκα τις πιπεριές !  Ακριβώς οι ίδιες όπως τις ήξερα ,  αλλά συσκευασμένες .. Πήρα δυο σακουλάκια  των 500 γραμμαρίων τις οποίες τις τηγάνισα αμέσως όλες  αλλά οι μισές έφτασαν ως το τραπέζι .Τις άλλες μισές τις έφαγα όσοι ώρα τις τηγάνιζα . 
Την επόμενη εβδομάδα  δεν τις βρήκα στο σούπερ μάρκετ ..αλλά ούτε  και ρώτησα ..
Στην συσκευασία  δεν έλεγε τι πιπεριές είναι παρά μόνο έγραφε 
« Πιπεριές Μπακάλικες»  και διευκρίνιζε πως ήταν η πραγματική ποικιλία που καλλιεργείται μόνο στον τόπο του καλλιεργητή. Έλεγε και την ιστορία τους  για το πώς πήραν το όνομα «μπακάλικες» που δεν με έπεισε  γιατί δεν πίστεψα πως το τουρσί αυτής της πιπεριάς που ήταν και είναι γεμάτες όλες οι αγορές κυρίως την σαρακοστή προερχόταν από έναν παραγωγό που καλλιεργούσε την πραγματική ποικιλία της .. 

Και όμως ..Ψάχνοντας με μανία στην Google για να βρώ το λατινικό της όνομα ( που δεν το βρήκα ) διάβασα   ένα άρθρο μιας δημοσιογράφου , που μάλλον η καταγωγή της είναι απ αυτά τα μέρη που καλλιεργείται..  που είχε τον τίτλο « Η πιπεριά που ούτε την γνωρίζουν οι Αθηναίοι»  .. 
Τα παράτησα..γελώντας . 

Βέβαια Αθηναία δεν είμαι , αλλά στη Αθήνα την γνώρισα πριν πολλά χρόνια .
Στην Λαϊκή του Μπουρνουζιού και του Περιστεριού. 
Αργότερα στην λαϊκή του Βύρωνα , του Παγκρατίου , των Αμπελοκήπων … και στην Αθηνάς …πριν χαθεί… 
και ξαναφανεί ως δια μαγείας  ερχόμενη απ τον ελληνικό  βορρά από "μυστικό" Μικρασιάτικο σπόρο !! 
( ΟΥΑΟΥ !! Σαν να λέμε : έχω ένα μυστικό, κρυμμένο στις καρδιάς τα βάθη ) 

ΣΣ

Φωτο με τις συσκευασμένες πιπεριές δεν δημοσιεύω .. Μ αρέσει να κάνω μάγκες μόνο τους λεβέντες ..
( Αν κάποιος γνωρίζει την ποικιλία της ας μου την πει.. )

Σάββατο 9 Νοεμβρίου 2019

Μπιφτέκια της γιαγιάς και λοιπές σύγχρονες ιστορίες

   
Τρόπος του λέγειν της γιαγιάς .. Λίγο πολύ όλα τα μπιφτέκια με τα ίδια υλικά γίνονται . 


Η διαφορά είναι στο ψήσιμο και στα φύλλα της δάφνης πάνω στα οποία τα ψήνουμε, που τα κρατάει τρυφερά και ζουμερά. ( Άλλοι τα ψήνουν ανάμεσα σε φύλλα λεμονιάς ).

 
Και μέσα σ αυτό το ταξίδι των αναμνήσεων προσθέτουμε και μια σαλάτα σύγχρονη με μερικά υλικά ξενόφερτα για να δικαιολογήσουμε και την παγκοσμιοποίηση που μόνο για κάτι τέτοιες στιγμές και γεύσεις αξίζει. 
Η κρέμα smetana είναι η αντίστοιχη της sour cream αλλά με πιο πολλά λιπαρά .Την αγοράζω απ το ρωσικό παντοπωλείο . 
Το sourimi γνωστό αλλά κι αυτό δεν παράγεται εδώ .


Και μαζί με αβοκάντο,  αγγούρι ντομάτα, βραστά αυγά , καλαμπόκι , μαγιονέζα ( εκτός της ξινής κρέμας )  και μερικά βότανα απ τις γλάστρες όπως σχοινόπρασο και κάρδαμο , έχουμε μια δροσερή νόστιμη και χορταστική σαλάτα