Τα σύκα απ τα Βατερά ερχόταν Σεπτέμβρη με Οκτώβρη..
Μέσα σε τσουβάλια..
Στο σπίτι είχε ετοιμαστεί ο χώρος υποδοχής τους..ένα μικρό δωμάτιο με πεντακάθαρα μεγάλα κοφίνια ..
Δεν μ ενδιέφεραν αυτά..
Περίμενα τη στιγμή που ο " κουμπάρος" Νικέλλης θα άνοιγε το ταγάρι του και θα έβγαζε από μέσα την πλατσέντα* της κουμπάρας Παναγιώτσας..
Ένα απλό... απλότατο γλυκό ( όπως κατάλαβα με τα χρόνια ) αλλά που ποτέ δεν ξαναέφαγα από τότε τόσο νόστιμο..
Με τον ερχομό των σύκων άρχιζε ένα χαρούμενο αλλά και ιδιόρρυθμο πήγαινε έλα στο σπίτι..
Χαρούμενο γιατί ερχόταν οι γυναίκες του χωριού να αγοράσουν σύκα..
και ιδιόρρυθμο γιατί ο έμπορος (η γιαγιά μου) ρωτούσε πόσες οκάδες ήθελε η κάθε μια.. τα ζύγιζε προσεκτικά με το καντάρι μην κάνει κανένα λάθος και δώσει περισσότερα.. αλλά ποτέ δεν έπαιρνε χρήματα... Απλά..ήθελε να κάνει τον έμπορο...
Συγχρόνως ..κάναμε και τις δικές μας ετοιμασίες για τον χειμώνα ..
Αφού φτιάχναμε τα γεμιστά σύκα.. μετά ερχόταν η ώρα της αλευριάς..
Η θεία Άννα που βοηθούσε στα πάντα τη γιαγιά μου άναβε κάτω απ την μεγάλη καρυδιά μια τεράστια φωτιά και τέσσερα άτομα έβαζαν πάνω το καζάνι..
Έριχναν τα σύκα και τα άφηναν να βράσουν καλά..προσθέτοντας και μερικά νεραντζόφυλλα μέσα..
Ώσπου να βράσουν πεταγόταν η θεία Άννα σ ένα μικρό λόφο εκεί κοντά στο σπίτι μας που υπήρχε άφθονο ασπρόχωμα... Το χρειαζόταν για να κόψουν τον μούστο..
Γιατί εμείς στη Μυτιλήνη και το ζουμί απ τα βρασμένα σύκα μούστο το λέγαμε...και ήθελε κι αυτός "καθάρισμα" όπως ο μούστος απ τα σταφύλια..
Απ το βράσιμο των σύκων και μετά άρχιζε η κούραση όσων βρισκόταν στο σπίτι αλλά και η δική μου ταλαιπωρία..αφού όταν γινόταν τέτοιες βαριές δουλειές με είχαν του κλότσου και του μπάτσου..και κανένας δεν ασχολιόταν μαζί μου..
Σε άλλες περιπτώσεις , όπως καθαριότητα του σπιτιού, μπουγάδα, κτλ..
πήγαινα και χωνόμουν μέσα στα άδεια κοφίνια των σύκων και εκεί έκανα δακρύβρεκτα σενάρια του τύπου ..θα πεθάνω και τότε θα με θυμηθούν.. ή θα πάρω τα μάτια μου να ξενητευτώ..μέχρι που με έπαιρνε ο ύπνος..
Στην περίπτωση όμως της παρασκευής της αλευριάς , ελλείψει κοφινιών , ξενητευόμουν στην πραγματικότητα.. Έβαζα σε μια πετσέτα ψωμί, τυρί αχλάδια.
και πήγαινα "εξοχή"...
Η εξοχή δεν είχε σχέση με την απόσταση ...αλλά με την πετσέτα που υπήρχε μέσα το κολατσιό σου.. τέτοια εξοχή ήταν και το σπιτάκι του κηπουρού καμιά εκατοστή μέτρα παραπάνω.. Μαζί μου πάντοτε ο Μαξ βέβαια..
Όταν με θυμόταν ..αφού είχε τελειώσει το πανηγύρι και ερχόταν και με μάζευαν
το σπίτι μύριζε σύκο κανέλα και καρύδι..
Οι πάγκοι της δεσπέντσας ήταν γεμάτοι από πιατέλες , σουπιέρες και ότι χρησικό που λέει και ένας φίλος..μπορούσες να φανταστείς με μουσταλευριά ...
Τι την κάναμε τόση μουσταλευριά... ?
Την μοίραζε πάλι η γιαγιά μου..αυτή τη φορά ώς πεσκέσι και όχι ως εμπόρευμα ..Χα!χα!
Μερικές φορές μαθαίνεις να "ζεις" με λιγότερα , να θυμάσαι με ελάχιστα ,
Να φαντάζεσαι τον κήπο σου με μία γλάστρα, το περιβόλι σου με μια ρίζα πιπεριάς.. Κι όμως κι έτσι είσαι ευτυχισμένος..ανάλογα τι ζητάς απ τη ζωή σου..
Έτοιμα για βράσιμο |
Βρασμένα να στραγγίζουν τον "μούστο" για την αλευριά.. Αναλογία εφτά μέρη μούστος , ένα μέρος αλεύρι. |
Έτοιμη , με κανέλα και καρύδι. |
Τα υπολείμματα των σύκων ..μαρμελάδα με καρύδια χοντροκομμένα , κανέλα και ψιλοκιμμένο ζαχαρωμένο τζίντερ |
....... απλωμένη σε ζύμη πάστα Φλώρας με κομμάτια μήλου από πάνω και σκεπασμένη με την ίδια ζύμη |
και έτοιμη η μηλόπιτα |
Τώρα....τι δουλειά έχει η μηλόπιτα σ αυτό το πόστ μόνο ο θεός το ξέρει...