( απ τα γραπτά της Ιόλης)
Τα σύκα κανόνιζαν πότε θα πήγαιναν οι ιδιοκτήτες τους διακοπές. Όλο το καλοκαίρι ωρίμαζαν για να τους υποδεχτούν τον Αύγουστο λίγο πριν της Παναγίας. Πολίτικα, ασπρόσυκα, και μαύρα, μα τα καλύτερα ήταν τα πολίτικα. Όχι μεγάλα όσο τα ασπρόσυκα αλλά πεντανόστιμα και μελωμένα μα ακόμα καλύτερα όταν ήταν ξερά, το χειμώνα. Απ’ τη στιγμή που ωρίμαζαν, εκτός απ’ τα φρέσκα που έκοβες για να φας, αυτά που προοριζόταν για αποθήκευση είχαν αρκετή δουλειά.
Υπερικό ή Βάλσαμο ή Βαλσαμόχορτο
Οι τριγύρω λόφοι των Βατερών εκτός απ’ τα σχοίνα, τις "αστβές", τις λαδανιές ήταν γεμάτοι με βαλσαμόχορτα, που τα έκοβαν και έκαναν "απλωταριέ"ς. Φρύγανα, ήταν τα βάλσαμα με σκούρα κόκκινα κλαδιά και κίτρινα μικρά λουλούδια που εκτός από απλωταριές, φρόντιζαν να βάλουν και σε μπουκάλια με λάδι που το άφηναν στον ήλιο μέχρι που το λάδι να γίνει κόκκινο, μετά το φύλαγαν σε σκοτεινό μέρος έχοντας έτσι όλη τη χρονιά φάρμακο για πληγές, καψίματα, εντριβές ακόμα και για τα ζώα αν τύχαινε να πληγωθούν.
Πάνω στις απλωταριές στέγνωναν τα ώριμα σύκα που μάζευαν κάθε απόγευμα από κάτω απ’ τις συκιές. Μετά τα έβαζαν σε μεγάλα κοφίνια και αυτό συνεχιζόταν μέχρι το τέλος της εποχής τους οπότε άρχιζε άλλη διαδικασία.
Το πρωί πάλι και πάντα πριν βγει ο ήλιος, έκοβαν τα φρέσκα. Της γιαγιάς της άρεσε να τα τρώει επί τόπου, που ήταν όπως έλεγε «μπούζ-γκιπί» και μετά μάζευε για τους υπναράδες του σπιτιού να τα ευχαριστηθούν πριν τα ζεστάνει ο ήλιος.
Τα πρώτα-πρώτα σύκα της εποχής (έστελνε μήνυμα στους κουμπάρους* η γιαγιά αν δεν προλάβαινε να είναι εκεί) να τα πηγαίνουν δώρο στο σπίτι του Παπανικόλα που ήταν απέναντι σκαλωμένο σ’ ένα λοφάκι και στα μάτια της Ιόλης φάνταζε μαγικό απ’ τις φωταγωγίες και τις μουσικές που ακουγόταν σχεδόν κάθε βράδυ.
Η Ιόλη ήθελε απεγνωσμένα να πάει να παίξει με την κόρη τους που δεν την είχε δει ποτέ αλλά άκουγε τους Παπανικόληδες , δηλαδή την κυρία Άννα και τον κύριο Στρατή να μιλάνε γι’ αυτήν με τη γιαγιά της.
Όμως στις "βεγγέρες" που κάνανε οι μεγάλοι δεν την έπαιρναν μαζί τους μέχρι που αποφάσισε να το σκάσει ένα μεσημέρι και να πάει μόνη της μέχρι το λόφο. Η κυρία Άννα και ό άνδρας της οπωσδήποτε θα κοιμόταν τέτοια ώρα και μόνο η δική της συνήθεια να μην μπορεί να κλείσει μάτι το μεσημέρι την έκανε να ελπίζει ότι και το Ρηνέλλι θα ήταν ξύπνιο.
Σαν έφτασε μπήκε προσεκτικά ψάχνοντας με τα μάτια της την αυλή και κρατώντας στα χέρια την κούκλα της –πως αλλιώς θα παίζανε δυο κορίτσια-και το πρώτο που άκουσε ήταν το τρίξιμο του σχοινιού μιας κούνιας. Έτρεξε προς τα εκεί μα ξαφνικά σταμάτησε σαν είδε πως στην κούνια ήταν μια μεγάλη κοπέλα που κρατούσε στο χέρι της ένα βιβλίο, ντράπηκε και το έβαλε στα πόδια ενώ πίσω της άκουγε την κοπέλα να της φωνάζει:
- Κοριτσάκι, ε.. ε.. ε.. Κοριτσάκι!...
Η γιαγιά της σαν την είδε να γυρνά τρέχοντας, αναστέναξε ανακουφισμένη …είχε πάρει τους δρόμους η καημένη γιατί φοβόταν τα πηγάδια που ήταν αρκετά στην περιοχή.
- Που ήσουν ; της έβαλε τις φωνές.
-Πουθενά…πήγα να παίξω με το Ρηνέλλι της κυρίας Άννας…
-Με ποιο Ρηνέλλι θα παίξεις μωρή σουσουράδα , που είναι η κοπέλα κορίτσι της παντρειάς;……
Ήταν η πρώτη και η τελευταία συνάντηση της Ιόλης με την Ρηνιώ Παπανικόλα. Χρόνια αργότερα μίλησαν στο τηλέφωνο εξ αιτίας μιας ραδιοφωνικής εκπομπής της Ρηνιώς με κείμενα της Ιόλης. Ντράπηκε αυτή να δώσει γνωριμιά και μέχρι να μάθει να μην ντρέπεται όσους εκτιμούσε,- ποτέ δεν τα κατάφερε- η Ρηνιώ έφυγε...
(* Παλιά συνήθεια τον τίτλο της κουμπαριάς και του κουμπάρου να τον κουβαλά όλο το σόϊ και των δύο οικογενειών)